- Οτάβα
- (Ottawa). Πόλη (300763 κάτ.), πρωτεύουσα του Καναδά, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας· βρίσκεται στο νοτιοανατολικό Οντάριο, στη δεξιά όχθη του ομώνυμου ποταμού, παραπόταμου του Σαιντ Λώρενς, απέναντι στην πόλη Χαλ, του Κεμπέκ.
Ιδρύθηκε το 1826 από τον Άγγλο συνταγματάρχη Μπάυ, που της έδωσε το όνομά του (Μπάυταουν), το οποίο όμως άλλαξε το 1854 με το σημερινό. Η βασίλισσα Βικτόρια τη διάλεξε για πρωτεύουσα του Καναδά τέσσερα χρόνια αργότερα και η Ο. έγινε αυτόματα πρωτεύουσα της νέας κτήσης (dominion) το 1867, όταν ιδρύθηκε η καναδική ομοσπονδία.
Σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, βασίζει την οικονομία του σε μερικές δραστηριότητες συνδεδεμένες με την κατεργασία του ξύλου (χαρτοποιία κλπ.) και με εργοστάσια χημικών προϊόντων, μεταλλουργίας, υφαντουργίας, και ειδών διατροφής· αξιόλογο τμήμα του πληθυσμού όμως ασχολείται σε διοικητικές υπηρεσίες. Η έντονη πνευματική ζωή της Ο. μαρτυρείται από την παρουσία πανεπιστήμιου (που ιδρύθηκε το 1848), μουσείων και θεάτρων. Η πόλη έχει μνημειακή όψη στο κέντρο, όπου υψώνονται επιβλητικά και σημαντικά κτίρια, όπως το μέγαρο του Κοινοβουλίου και γαλήνια και ευχάριστη στην περιφέρεια, όπου εκτείνονται οι ευρείες συνοικίες με πολυάριθμες επαύλεις και μεγάλους κήπους.
συμφωνίες της Ο. Σειρά εμπορικών συμφωνιών, που υπογράφηκαν από την Αγγλία και την Ινδία, ύστερα από τη Συνδιάσκεψη της Ο. (Αύγουστος 1932). Με τις συμφωνίες αυτές καθιερώθηκε η αρχή της «αυτοκρατορικής προτίμησης». Το Ηνωμένο Βασίλειο προσέφερε ίσα τελωνειακά πλεονεκτήματα στα είδη που προέρχονταν από τις χώρες της Κοινοπολιτείας, ενώ τα ξένα προϊόντα επιβαρύνονταν με πολύ ψηλούς δασμούς. Από τη μεριά τους, οι χώρες της Κοινοπολιτείας δέχτηκαν να προτιμούν τα βρετανικά προϊόντα, με την επιβολή και να τα δασμολογούν με χαμηλούς τελωνειακούς δασμούς.
Ο κομψός νεογοτθικού ρυθμού τρούλος της Βιβλιοθήκης της Βουλής της Οτάβας.
Το μέγαρο του Δημαρχείου της πόλης, οικοδομή πολυώροφη σύγχρονης αρχιτεκτονικής και εξαιρετικής επιβλητικότητας.
Dictionary of Greek. 2013.